21 χρόνια σήμερα από τη δολοφονία του Gianni Versace: Το φτωχόπαιδο του Νότου – μαικήνας της μόδας – Ήθελε τις γυναίκες σέξι & χαρούμενες, όχι σικ & δυστυχισμένες- Τραγικό τέλος στη χλιδή μιας βίλας!
Γεννήθηκε λίγο μετά τον πόλεμο, στις 2 Δεκεμβρίου 1946, στην περιοχή της Καλαβρίας, μια από τις πιο υπανάπτυκτες περιοχές της Νότιας Ιταλίας. Από μικρός ταυτίστηκε απόλυτα με το ύφασμα και αργότερα άρχισε να επινοεί ιστορίες προσπαθώντας να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα, κάτι που άλλωστε έκανε με οτιδήποτε άγγιζε. Στα λόγια του το ταπεινό παρελθόν και το μικρό δωμάτιο με τα κομμένα υφάσματα και τις κλωστές μετατρεπόταν στον «καλύτερο οίκο μόδας της Νότιας Ιταλίας».
Η οικονομική δυνατότητα μιας οικογένειας συνήθως είναι αντιστρόφως ανάλογη με την προσοχή που δίνει στους κατά καιρούς παραδοσιακούς κανόνες ηθικής. Επίσης η οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ανάπτυξη της πορνείας στους γύρω δρόμους.
Έτσι, η μητέρα του Τζιάνι έκλεινε με τα χέρια της τα μάτια του γιου της όταν περπατώντας στη γειτονιά περνούσαν μπροστά από τους ουκ ολίγους οίκους ανοχής. Φυσικά αυτή η κίνηση ήταν η πιο ενδεδειγμένη για να κάνει ένα παιδί να κοιτάζει με τεράστια περιέργεια μέσα από τα διαστήματα των δακτύλων.
Όταν τα πιο γνωστά μέσα ενημέρωσης του κόσμου θα ρωτήσουν αργότερα αυτό το παιδί για τις καταβολές της έμπνευσής του, θα πάρουν την απάντηση πως οι εικόνες απ’ αυτές τις χαρούμενες πόρνες της Καλαβρίας, που έκλεβε μέσα από τα δάκτυλα της μητέρας του, ήταν πάντα γι’ αυτόν μια πρώτης τάξεως πηγή έμπνευσης!
Το Ταξίδι προς το όνειρο…
Η αρχή της πορείας προς τη φήμη και τον πλούτο έγινε στις 5 Φεβρουαρίου 1972 όταν έκλεισε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Μιλάνο. Ο Ετσιο Νικόζια, ιδιοκτήτης της φίρμας έτοιμων ρούχων Florentine Flowers του είχε ζητήσει να σχεδιάσει την επόμενη συλλογή. Νωρίτερα είχε σχεδιάσει μια σειρά καλοκαιρινών ρούχων για μιαν άγνωστη εταιρεία, τα οποία γνώρισαν εκπληκτική επιτυχία. Πέρα από τη συμφωνημένη αμοιβή των τεσσάρων εκατομμυρίων λιρετών (περίπου 600.000 δρχ. σήμερα), η εταιρεία τού δώρισε ένα Φολκσβάγκεν! Επειτα από τη σύντομη συνεργασία με τη Florentine Flowers, ακολούθησε συνεργασία με τη φίρμα «De Parisini».
Ο Τζιάνι εργαζόταν φυσικά ως ελεύθερος επαγγελματίας σχεδιάζοντας κατά παραγγελία. Το 1973 εργάζεται για τον οίκο Genny και τον οίκο Callaghan, αυτή τη φορά στην Ανκόνα. Το 1974 δημιουργείται ο γνωστός σήμερα οίκος Complice και η πρώτη του κολεξιόν είναι εξ ολοκλήρου σχεδιασμένη από τον 28χρονο, τότε, Βερσάτσε.
Το 1976 ο αδελφός του, Σάντο, εγκαταλείπει και αυτός την Καλαβρία όπου έκανε πρακτική ως σύμβουλος επιχειρήσεων και πήγε στο Μιλάνο, ετοιμάζοντας τη δημιουργία ενός οίκου ρούχων με το όνομα Gianni Versace. Η πρώτη συλλογή, που υπέγραψε ο ίδιος ο Βερσάτσε και σηματοδότησε την γέννηση του οίκου του, παρουσιάστηκε στην Αίθουσα Τέχνης του Μιλάνου στις 28 Μαρτίου 1978.
Ενα από τα μυστικά της εκρηκτικής επιτυχίας των ρούχων Βερσάτσε είναι το ότι η εταιρεία διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο του προϊόντος, από τη σύλληψη ως τη διάθεση στην αγορά. Η εταιρεία του Βερσάτσε είχε τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας Alias, η οποία κατασκεύαζε το 80% των ρούχων που εμφανίζονταν στην πασαρέλα και στις μπουτίκ. Η ποιότητα και η προσοχή στη λεπτομέρεια ήταν εγγυημένη.
Έχοντας από νωρίς κατανοήσει τη μεγάλη σημασία της εικόνας στη βιομηχανία της μόδας, ξεκίνησε ήδη από το 1979 μια μόνιμη συνεργασία με τον κορυφαίο φωτογράφο μόδας στον κόσμο, Ρίτσαρντ Αβεντον. Ακόμη, ήταν εκείνος που νωρίτερα από τον καθένα χρησιμοποίησε εκθαμβωτικά κορίτσια στα σόου μόδας του, κάτι που τον έκανε εν πολλοίς υπεύθυνο για το φαινόμενο των σουπερμόντελ, που πρόσφερε στη δεκαετία του ’80 τις ιδανικές αντικαταστάτριες των μεγάλων παλιών σταρ του Χόλιγουντ
Του άρεσε να τον αποκαλούν «άνθρωπο της Αναγέννησης». Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του κέρδισε αμέτρητα βραβεία, συνεργάστηκε με διάσημα θέατρα (μεταξύ των οποίων και η Σκάλα του Μιλάνου) δημιουργώντας τα κοστούμια δεκάδων παραστάσεων, και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πλήθαιναν οι ώρες που περνούσε εν πτήσει ανάμεσα στο Μιλάνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Μαϊάμι, στη Νέα Υόρκη, στο Χόλιγουντ.
Πρόσφερε στη μόδα ένα κύμα έντασης, χαράς, προκλητικής ελκυστικότητας. Ήταν μετρ στο να υποδαυλίζει το αίσθημα υπεροχής (ή αν θέλετε, το «ψώνιο») που διακατέχει τα «θύματα της μόδας» από το Τόκιο ως το Χόλιγουντ. Έκανε τους ανθρώπους να φαίνονται περισσότερο ζωντανοί, νεανικοί, σεξουαλικά ελκυστικοί, ανοιχτοί, εντυπωσιακοί. Γι’ αυτόν η μόδα ήταν ένα σενάριο άκρατης χαράς, που «γράφεται» επάνω σε γυναικεία και ανδρικά σώματα με σκοπό να κάνει τη ζωή περισσότερο ενδιαφέρουσα.
«Δεν πιστεύω στο καλό γούστο» είπε σε μια συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ενώ ακόμη βρισκόταν στο Μιλάνο. «Όπως επίσης δεν πιστεύω στο κακό γούστο. Πιστεύω στην ποιότητα και στο κέφι, στη διασκέδαση, στην ελαφρότητα. Πιστεύω σε πράγματα που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και ευτυχέστερη. Μια γυναίκα που είναι εξαιρετικά σέξι και κεφάτη είναι για μένα απίστευτα πιο ελκυστική από κάποια που είναι επίσημα κομψή και σικ».
15 ημέρες πριν το θάνατο του άλλωστε, όταν παρουσίασε τη συλλογή φθινόπωρο – χειμώνας ’98, που έμελλε να είναι η τελευταία του, δήλωσε πως οι αυστηροί ώμοι, η κοντή ως τον μηρό φούστα και το δυναμικό ντύσιμο εν γένει είναι και πάλι η επιτομή της εμφάνισης. Τα ρούχα του ήταν δηλωτικό διασημότητας. Ήταν και φυσικά είναι σύμβολα επιτυχίας, χρήματος, αυτοπεποίθησης, σεξουαλικής υπεροχής και τολμηρής διαθεσιμότητας. Καθόρισαν την «πανοπλία ντυσίματος» μιας περιόδου, όπου η αμφίεση που προκαλεί τη σεξουαλική επιθυμία και προδίδει επιτυχία και χρήμα ήταν πιο σημαντική υπόθεση από το ίδιο το σεξ ή την ίδια την επιτυχία ή το ίδιο το χρήμα. Με καθαρό κόψιμο, έντονα χρώματα, σπορ διάθεση, καθόλου ρομαντικά, ενίοτε με σχέδια από την ελληνική αρχαιότητα, την οποία ο Βερσάτσε λάτρευε είτε στην αυθεντική εκδοχή της είτε στη ρωμαϊκή και βυζαντινή διασκευή της.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Τζιάνι Βερσάτσε τοποθετήθηκε με σπάνια διορατικότητα απέναντι στην εποχή του, κάτι που σύμφωνα με την υπεύθυνη μόδας της βρετανικής «Vogue», κυρίας Λίζα Αρμστρονγκ, τον κατατάσσει «ανάμεσα στους πέντε μεγαλύτερους σχεδιαστές μόδας στον κόσμο». Η ιδέα που είχε ο Βερσάτσε για τη μόδα αυτήν τη στιγμή πωλείται σε 270 καταστήματα σε όλον τον κόσμο επιτυγχάνοντας μέσα στο 1996 ένα ρεκόρ πωλήσεων που άγγιξε τα 487,1 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 130 δισ. δραχμές) ποσό αυξημένο κατά 24% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Το Τραγικό τέλος
Ήταν 15 Ιουλίου του 1997, όταν ολόκληρος ο κόσμος σάστισε, ακούγοντας την τραγική είδηση για τον φημισμένο Ιταλό σχεδιαστή μόδας. Ο Gianni Versace δολοφονήθηκε έξω από την έπαυλη που διατηρούσε στο Μαϊάμι, σε ηλικία 50 χρόνων. Πυροβολήθηκε και έπεσε νεκρός, από τον Andrew Phillip Cunanan, ο οποίος έπειτα από τη στυγνή του πράξη, αυτοκτόνησε χρησιμοποιώντας το ίδιο όπλο, λίγη ώρα μετά, μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά από το σπίτι του άτυχου σχεδιαστή.
Μετά από το θάνατό του, τα ινία του οίκου μόδας ανέλαβε η αδερφή του, Donatella. Ο κ. Κάρλο Παμπιάνκο, σύμβουλος επιχειρήσεων μόδας στο Μιλάνο, έλεγε προφητικά ότι «το στυλ του Τζιάνι Βερσάτσε είναι τόσο απόλυτα καθορισμένο, που δεν θα είναι καθόλου δύσκολο για οποιονδήποτε αναλάβει τη θέση του απλώς να ακολουθήσει τη φιλοσοφία του Τζιάνι».
Αλλωστε, κάτι ανάλογο έχει συμβεί με τον Κριστιάν Ντιόρ, την Κοκό Σανέλ, τον Ζιβανσί, τον Μοσκίνο. Είναι σχεδόν σίγουρο πως η νέα σταρ του οίκου Βερσάτσε θα αναδειχθεί στο πρόσωπο της αδελφής τού σχεδιαστή και αντιπροέδρου της εταιρείας, κυρίας Ντονατέλα Βερσάτσε. Μούσα του αδελφού της, διευθύντρια διαφήμισης και ήδη υπεύθυνη για τη γραμμή «Versus», θα διατηρήσει το όνομα Βερσάτσε συνώνυμο της ποιοτικής, ετοιμοφόρετης, συναρπαστικά ποπ μόδας.