Ο André Leon Talley (Αντρέ Λεόν Τάλεϊ) ίσως ο πιο επιδραστικός δημοσιογράφος μόδας και πρώην αρχισυντάκτης της αμερικανικής Vogue υπό την Άννα Γουίντουρ, πέθανε σε ηλικία 73 ετών.
Το TMZ ανέφερε ότι πέθανε την Τρίτη σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, από άγνωστη ασθένεια. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε αργότερα από τον ατζέντη του, David Vigliano.
Ένας larger than life χαρακτήρας, ο Τάλεϊ ήταν μια πρωτοποριακή φιγούρα στον κόσμο της μόδας, όπως ήταν γνωστός για τα καυστικά σχόλιά του και την επιδεικτική παρουσία του. Φορώντας μακριά καφτάνια, επιβλητικά καπέλα και μεταξωτές ρόμπες ήταν ένα πραγματικό fashion icon. Σε μια καριέρα που διήρκεσε έξι δεκαετίες, ο Talley χρησιμοποίησε τη θέση του για να υπερασπιστεί τη διαφορετικότητα τόσο στην πασαρέλα όσο και στα περιοδικά δίνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στον κόσμο της μόδας.
Η σχεδιάστρια και στενή φίλη Diane von Furstenberg ήταν μεταξύ εκείνων που απέτισαν φόρο τιμής την Τετάρτη. «Αντίο αγαπητέ Αντρέ… κανείς δεν είδε τον κόσμο με πιο λαμπερό τρόπο από εσένα», έγραψε. «Κανείς δεν ήταν πιο μεγαλειώδης από εσένα».
Ο θεατρικός συγγραφέας Τζέρεμι Ο’ Χάρις έγραψε: «Για ένα μικρό μαύρο ομοφυλόφιλο αγόρι που έφθασε στα αστέρια από το νότο, υπήρχαν λίγοι άνθρωποι που μπορούσα να κοιτάξω εκεί ψηλά ανάμεσα στα αστέρια που μου έμοιαζαν πιο υπέροχοι εκτός από εσένα Αντρέ.
Από την Βόρεια Καρολίνα στο μεγαλύτερο ντεφιλέ στο Παρίσι
Γεννημένος το 1948 στην Ουάσιγκτον DC από τον William και την Alma, ο Τάλεϊ μεγάλωσε από τη γιαγιά του Bennie Davis στη Βόρεια Καρολίνα, όπου εργαζόταν ως καμαριέρα σε έναν κοιτώνα του κολεγίου Duke University. Η μόδα κέντρισε το ενδιαφέρον του σε νεαρή ηλικία και είπε στον Guardian το 2020 ότι «κάθε Κυριακή περνούσα τις σιδηροδρομικές γραμμές στο πλούσιο μέρος του Durham και αγόραζα Vogue και Harper’s Bazaar και επέστρεφα στο σπίτι της γιαγιάς μου, διάβαζα τα περιοδικά μου. Αυτό με έκανε να σταματήσω να σκέφτομαι τον εκφοβισμό και τη σεξουαλική κακοποίηση ταξιδεύοντας σε έναν όμορφο κόσμο».
Κέρδισε μια υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, ολοκληρώνοντας μεταπτυχιακό στις Γαλλικές Σπουδές με φιλοδοξίες να γίνει αργότερα καθηγητής Γαλλικών. Έγραψε τη διατριβή του για την αλληλογραφία του καλλιτέχνη του 19ου αιώνα Ντελακρουά και του ποιητή Μπωντλαίρ και αποφοίτησε το 1972.
Μιλώντας στον Guardian το 2020, ο Talley θυμήθηκε ότι φοιτητές στο πανεπιστήμιό του τον λιθοβολούσαν καθώς διέσχιζε την πανεπιστημιούπολη τις Κυριακές για να αγοράσει τη Vogue.
Και τελικά δεν την «αγόρασε» απλά, αλλά την κατέκτησε.
Το περιοδικό Vogue έγινε το σπίτι του, το πολύχρωμο καταφύγιο του που τον έχρισε τον «πρίγκιπα της υπερβολής».
Η μακροχρόνια σχέση εργασίας του με την εκδότη της Vogue, Άννα Γουίντουρ, είχε πολλά σκαμπανεβάσματα. Από κολλητοί φίλοι έγιναν άσπονδοι εχθροί. Ο Τάλεϊ ένιωθε ότι είχε χάσει την εύνοια της Γουίντουρ γιατί «είχα γίνει ξαφνικά πολύ μεγάλος, υπερβολικά παχύς και πολύ αδιάφορος». Η Γουίντουρ, έγραψε, ήταν ανίκανη για «απλή ανθρώπινη καλοσύνη» και «ποτέ δεν ήταν πραγματικά παθιασμένη με τα ρούχα. Η δύναμη ήταν το πάθος της». Στο βιβλίο περιέγραψε επίσης τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη ως παιδί, καθώς και τον ρατσισμό για το χρώμα και τα κιλά του που συνάντησε σε όλη του τη ζωή.
Οι δηλώσεις του άλλωστε δεν ήταν ποτέ απαλές σαν χάδι, αλλά ήταν δίκαιες ή απλά ρεαλιστικές και αληθινές.
«Κάποιες μέρες είναι καλές, κάποιες μέρες όχι και τόσο. Κάποιες μέρες είναι συναρπαστικές. Κάποιες άλλες μέρες είναι ανιαρές. Χρειάζεται απλά να σηκωθείς από το κρεβάτι», είχε δηλώσει.
Ο υπέροχος κύριος Τάλει
Για μια γενιά αγοριών, ο Αντρέ Λεόν Τάλεϊ ήταν ένας φάρος χάρης και φιλοδοξίας. Ένα άπιαστο όνειρο, μια φιγούρα γεμάτη γνώσεις και κύρος.
Ο ασταμάτητος μετρ της δημοσιογραφίας στον τομέα της μόδας και ίσως ο πρώτος Αφροαμερικάνος που μπήκε στα ντεφιλέ του Παρισιού ως ειδήμων, δεν είναι ένα απλός συνεργάτης για το θρυλικό περιοδικό. Με ένα βιογραφικό που περιλαμβάνει, σαν πρώτο αφεντικό τον καλλιτέχνη Άντι Γουόρχολ στο θρυλικό «Factory», το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, τα περιοδικά New York Times, W και την διευθυντική του θέση στη Vogue για αρκετά χρόνια, φαίνεται πως έχει πετύχει όλα όσα επιθυμούσε ή μήπως όχι;
Μέσα σε ένα νέο ντοκιμαντέρ, η εξέχουσα προσωπικότητα της βιομηχανίας της μόδας αποδεικνύει πως δεν έφτασε τυχαία σε αυτό το σημείο της καριέρας του, αλλά και ότι πήρε την ανατροφή του από τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα αστέρια της βιομηχανίας. Η ζωή του σε πρώτο πλάνο και οι αναμνήσεις συνθέτουν ένα πάζλ , φτιαγμένο από το πιο ακριβά υλικά συναισθημάτων.
Ένα από αυτά τα πρόσωπα ήταν η θρυλική Ντιάνα Βρίλαντ , δημοσιογράφος μόδας και διευθύντρια της Vogue για σχεδόν δέκα χρόνια, την οποία βοήθησε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης αφού απολύθηκε από το ρόλο της στο περιοδικό.
Όταν την γνώρισε για πρώτη φορά, κρύφτηκε πίσω από μια στήλη του μουσείου γιατί ήταν τόσο φοβισμένος από την παρουσία της. Πέντε λεπτά αργότερα, κλήθηκε στο γραφείο της και της είπε πως θέλει να γίνει το δεξί της χέρι. Η γυναίκα αυτή έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιρροή που είχε ο ίδιος μέχρι τότε. Δίπλα της έμαθε την μόδα και την ζωή μέσα σε αυτήν.
Το ντοκιμαντέρ ονομάζεται «The Gospel According To Andre» και σημαίνει ο εκκλησιαστικός ύμνος σύμφωνα με τον Αντρέ, ο δικός του ρυθμός, το προσωπικό του τραγούδι.
Η εκκλησία για αυτόν άλλωστε ήταν η πρώτη του πασαρέλα, αφού κάθε Κυριακή αυτός και η γιαγιά του φορούσαν τολμηρά σύνολα και παρατηρούσαν τους υπόλοιπους πιστούς από την κορυφή έως τα νύχια. Μεγάλωσε σε βαθιά εκκλησιαστικό περιβάλλον από μία δύσκολη οικογένεια και όπως λέει και ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ «Πήγαινα στο σχολείο και στην εκκλησία, έκανα ότι μου έλεγαν και δεν μιλούσα πολύ. Ήξερα όμως ότι η ζωή ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ήθελα να γνωρίσω την Ντιάνα Βρίλαντ, τον Άντι Γουόρχολ, την Ναόμι Σίμς, την Πατ Κλίβελαντ, την Ίντι Σέντγουικ και την Λουλού ντε λα Φαλαίζ. Και το έκανα. Και ποτέ δεν κοίταξα πίσω». Την δική του μελωδία στον προσωπικό ύμνο την συνέθεσε μόνος του και ακούγεται σαν την πιο γλυκιά και πλούσια μελωδία.
Όταν ρωτήθηκε αν θα ήταν πιο ευτυχισμένος να δουλεύει εκτός μόδας, είπε κατηγορηματικά όχι. «Η ιστορία μου είναι ένα παραμύθι υπερβολής, και σε κάθε παραμύθι υπάρχει το κακό και το σκοτάδι, αλλά το ξεπερνάς με το φως», είπε κάποτε στον Guardian. «Θέλω κάθε άτομο που συναντώ – ο ξένος στο δρόμο, το μέλος της εκκλησίας στο στασίδι δίπλα μου – να νιώθει αγάπη».
Πηγή:vogue.gr